- ἀποπλύναντα
- ἀποπλύ̱ναντα , ἀποπλύνωwash wellaor part act neut nom/voc/acc plἀποπλύ̱ναντα , ἀποπλύνωwash wellaor part act masc acc sgἀποπλύ̱ναντα , ἀποπλύνωwash wellaor part act neut nom/voc/acc plἀποπλύ̱ναντα , ἀποπλύνωwash wellaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.